Take a close look: the sun, so dazzling like a diamond! The sea, calm and mysterious with pebbles to shimmer in all the colours of the rainbow. This is just the first image that comes to my mind when I think of beautiful Limassol. A true vision! Thus, through the endless inspiration generated, I wished to stop time, just for a few seconds. So, with the use of the photo lens, I tried to capture her seductive beauty and the outflow of my emotions within small moments at the touch of a button. And as I sat next to the waves, eavesdropping on the sounds and smells of Limassol, with a pencil and a sketchbook in my hand, I began to form words on the paper like a painting. As vast is her beauty, so are my thoughts, which began to bloom with fury and transformed into poetry.
P.S. The Poems written by me below are in the Greek language.
“«Αχ και να μπορούσα,
να μείνω αγκαλιά
μες τα τιρκουάζ,
πανέμορφα κύματά σου
… θάλασσα βαθιά, πλανεύτρα.
Μια ζωγραφιά μαζί σου
δεν αρκεί.
Είσαι για μένα
εμμονή και ανάγκη!
Στην καρδιά μου
ριζωμένη για μια ζωή.»”
“Θάλασσα: το πιο ιερό,
το πιο βαθύ,
το πιο μαγικό τοπίο.
Τοπίο στην καρδιά μου μοναχικό και μελαγχολικό.
Τοπίο, που μόνο εκεί
η ψυχή μου
ταξιδεύει
το πιο μακρύ της ταξίδι.
Γαλάζια, πλανεύτρα γη.
Πράσινη κρυστάλλινη άβυσσος που φυλακίζει
την ψυχή και το κορμί
με μία μόνο
καμπυλωτή κίνηση.
Με συναρπάζει,
όταν κοιτώ το απέραντο
κορμί σου.
Η θάλασσα μιας πόλης
που ποτέ δεν θα σβήσει
από την καρδιά μου.
Μυρωδιά καθαρή και ήχος
που σε σαγηνεύει,
σε κρατάει εκεί,
να μένεις και να ακούς
με προσοχή
αυτά που έχει να σου πει.””
“Κύματα πλατιά, πελώρια,
ίσα με τη δύσβατη ψυχή μου..
Κομμάτια γίνομαι, θρύψαλα.
Κύματα πλατιά
μ’ ένα βάθος στη ψυχή
ατέρμονο, μεθυστικό.
Κύματα
που σιγοφτάνουν στην ακτή,
ξαπλώνουν στην άμμο
της βραδιάς και ησυχάζουν.
Προσπαθούν να κολλήσουν
ότι θρύψαλα άφησες εσύ
σε μένα.
Κομμάτια
που κάποιες φορές ενώνονται
και κάποιες άλλες όχι.
Πληγές που νομίζω πως
μπορούν να γιατρευτούν
μα τίποτα δε γίνεται.
Σκεπάζονται μοναχα.
Γιατι να είστε τόσο ανάλαφρα
μα βίαια μαζί;
Αν στα βαθιά σου μάτια
χάρτινη μάσκα φοράς,
βγάλτην, πέτα την μακριά.
και άφησε την καρδιά σου να νιώσει.
Μην την κλειδώνεις,
μην τη χαλάς.
Η ελευθερία της καρδιάς
είν’ ακριβή.”
“Κάθομαι και αναπολώ, του ονείρου μου τις σκέψεις∙
κι ένα ανέμη σιωπηλό ξαπλώνει στο κορμί μου,
ο νους μου ερωτεύεται και τη ματιά σκλαβώνει,
μαζί του παρασύρεται κι εντέλει ταξιδεύει.
Εκεί, στην απέραντη γαλάζια αλμύρα,
στου αβυσσαλέου πελάγου τα πιο πολύτιμα, πολύχρωμα στολίδια
που αγριολούλουδα σαν μαλαχίτες ξεπηδούν,
σαν κήποι υγροί, μυστήριοι λαμποκοπούν.
Πριγκίπισσες και πρίγκιπες∙ χόρευαν ερωτευμένοι
μες του αζουρίτη το μπλε βαθύ,
και μες της θαλάσσης τη σπλαχνική, ζεστή βουή∙
μέσα εκεί∙ γαλήνευε η παιδική ψυχή.
Έτσι, κι οι στάλες του βυθού∙
μου γλυκοτσίμπησαν τα χείλια
και σαν συμφωνία μουσική∙
κατρακύλησαν μες του αφρού τα στήθη.
Εκεί, ξάφνου η σπίθα έσβησε,
και του ονείρου μου ο πόθος κατηφόρισε,
μα η ανάμνηση ακόμα αλμυρή¨
μες την καρδιά επέζησε.”